- ἐλεφάντων
- ἐλέφαςelephantmasc gen plἐλεφαντόωinlay with ivoryimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἐλεφαντόωinlay with ivoryimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TAPROBANE — ZEILAN, teste Fo. Barriô cum Varrerio, insul. magna maris Indici intra Gengem contra Cory promontor. (non Sumatra, ut Mercator ait, longe in ortum distans, cum Ptol. illam apud Cory promontor. Indiae citerioris describat) cuius ambitus 2000. mill … Hofmann J. Lexicon universale
χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
στεγόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ελεφάντων που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια τού ανώτερου πλειοκαίνου, έζησε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική και θεωρείται προγονική μορφή τού μαμμούθ και τών σύγχρονων ελεφάντων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Παλαιοντολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Το μοναδικό μουσείο του είδους του στη χώρα μας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι. και μέχρι τη μετεγκατάστασή του το 1981 στην Πανεπιστημιούπολη, στο κτίριο των Θετικών Επιστημών, στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας. Η συλλογή… … Dictionary of Greek
ελεφαντομαχία — η μάχη μεταξύ ελεφάντων ή εναντίον ελεφάντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
CETRA — Maurorum clypeus, qui ex tergore elephantorum, quorum apud illos vis ingens, plerumque eas faciebant. Plin. l. 11. c. 39. Elephantorum quoque e tergore Mauri impenetrabiles cetras habent. Et Strabo de Mauris, Οί δὲ πεζοὶ τὰς τῶ ἐλεφάντων δορᾶς ὡς … Hofmann J. Lexicon universale
COLCHE — inter Oceani Orientalis oppida et Indica, apud Aethicum in Cosmogr. Sigoton, Palibothra, Alexandropolis, Adlenitae, Colche, Patale: uti in duobus antiquissimis Regiae Bibliothecae codicibus scriptum. At in alio longe vetustissimo Thuanaeo, qui… … Hofmann J. Lexicon universale